- κουρουλικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άρμα ή αυτός που γίνεται από το άρμα («κουρουλικός θρίαμβος»)2. φρ. «κουρουλικός δίφρος»α) (κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους τής Ρώμης) ο ηγεμονικός θρόνοςβ) (αργότερα, επί δημοκρατίας) ο θρόνος, το κάθισμα τών Ρωμαίων υπάτων και άλλων αξιωματούχων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. curulis < λατ. currum «άρμα, όχημα»].
Dictionary of Greek. 2013.